πόρνη

πόρνη
πόρνη, ης, ἡ (cp. πέρνημι ‘export for sale’ [s. Schwyzer I 362] as of captive women exported for slavery Hom. et al.) (Alcaeus, Hipponax; Aristoph., and X., Mem. 1, 5, 4; PSI 352, 4 [254/253 B.C.]; POxy 528, 18 [II A.D.]; BGU 1024 VI, 4; LXX; PsSol 2:11; TestLevi 14:5, 6; Philo, Just.; Tat. 34, 2; loanw. in rabb.) ‘prostitute’.
one engaged in sexual relations for hire, prostitute, whore lit. (since Alcaeus 109 + 110, 26 D.2 [115 Fgm. 3b 26 L-P.]) Lk 15:30 (cp. Pr 29:3; Test Levi 14:5 μετὰ πορνῶν); 1 Cor 6:15. Of Rahab (Josh 2:1; 6:17, 23, 25) Hb 11:31; Js 2:25; 1 Cl 12:1 (a πόρνη rewarded for a rescue also in Neanthes [200 B.C.]: 84 Fgm. 9 Jac.). W. tax-collectors as the lowest class of people, morally speaking Mt 21:31f. W. female flutists Ox 36. κολλᾶσθαι τῇ π. have to do with a prostitute (Sir 19:2) 1 Cor 6:16.
a political entity hostile to God, prostitute, whore, fig. ext. of 1 (s. πορνεία and πορνεύω; Is 1:21; 23:15f; Jer 3:3; Ezk 16:30f, 35) as the designation of a government that is hostile to God and God’s people Rv 17:15f. ἡ πόρνη ἡ μεγάλη vs. 1; 19:2. Βαβυλὼν (q.v.) ἡ μεγάλη ἡ μήτηρ τῶν πορνῶν 17:5 (unless masc. πόρνων is to be read, s. next entry).—For the woman sitting on the beast cp. Cebes 5, 1, a beautifully adorned woman sitting on a throne. She is called Ἀπάτη, ἡ ἐν τῇ χειρὶ ἔχει ποτήριόν τι, from which she gives men to drink (ποτίζει Cebes 5, 2 as Rv 14:8), in order to lead them astray (πλανάω as Rv 18:23).—B. 1368. RAC III 1149–1212. DELG s.v. πέρνημι. M-M. EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πόρνη — harlot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρνῃ — πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρνη — η, ΝΜΑ γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ νη παράγεται από θ. πορ τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό ο ), το οποίο πιθ. μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • πόρνη — η 1. γυναίκα που παραδίνεται με αμοιβή σε άντρες. 2. μτφ., γυναίκα ανήθικη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόρναι — πόρνη harlot fem nom/voc pl πόρνᾱͅ , πόρνη harlot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρνηι — πόρνῃ , πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο …   Dictionary of Greek

  • πορνέων — πόρνη harlot fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνῶν — πόρνη harlot fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρναις — πόρνη harlot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρναισι — πόρνη harlot fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”